Ελληνικά » Γερμανικά

σιδηροδρομικ|ός <-ή, -ό> [siðirɔðrɔmiˈkɔs] ΕΠΊΘ

σιδηροδρομικώς [siðirɔðrɔmiˈkɔs] ΕΠΊΡΡ

ειρηνοδρόμος [irinɔˈðrɔmɔs] SUBST mf

αυτοκινητόδρομος [aftɔciniˈtɔðrɔmɔs] SUBST αρσ

πρόδρομος [ˈprɔðrɔmɔs] SUBST αρσ

χιονοδρόμος [çɔnɔˈðrɔmɔs] SUBST mf

ταινιόδρομος [tɛniˈɔðrɔmɔs] SUBST αρσ

διάδρομος [ðiˈaðrɔmɔs] SUBST αρσ

1. διάδρομος (σε κτήριο):

Korridor αρσ
Gang αρσ
Hauptgang αρσ

2. διάδρομος (το χολ):

Flur αρσ

3. διάδρομος (ανάμεσα σε καθίσματα):

Gang αρσ

4. διάδρομος ΑΘΛ (δρόμος):

Bahn θηλ

6. διάδρομος ΝΑΥΣ:

Gangway θηλ

περίδρομος [pɛˈriðrɔmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский