Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: βούτυρο , λουτρό , βουτιά και βουτώ

βούτυρο [ˈvutirɔ] SUBST ουδ

βουτ|ώ <-άς, -ησα [ή -ηξα], -ήχτηκα, -η(γ)μένος> [vuˈtɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

1. βουτώ (βυθίζω σε υγρό):

tauchen in +αιτ

2. βουτώ (βυθίζομαι):

tauchen in +αιτ

3. βουτώ (κλέβω):

βουτιά [vuˈtça] SUBST θηλ

1. βουτιά (πήδημα):

Kopfsprung αρσ

3. βουτιά ΑΘΛ (στο βόλεϊ):

Hechtabwehr θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский