Ελληνικά » Γερμανικά

βάνδαλος [ˈvanðalɔs] SUBST mf (που διαπράττει βανδαλισμούς)

βάνδαλος
βάνδαλος
Vandale αρσ

Βάνδαλος [ˈvanðalɔs] SUBST mf

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский