Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για γοητεύω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γοητ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [ɣɔiˈtɛvɔ] VERB μεταβ

γοητεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский