στο λεξικό PONS
ολοκλήρωσ|η <-εις> [ɔlɔˈklirɔsi] SUBST θηλ
1. ολοκλήρωση:
- ολοκλήρωση
- Vollendung θηλ
2. ολοκλήρωση ΜΑΘ:
- ολοκλήρωση μτφ
- Integration θηλ
- βιομηχανική ολοκλήρωση
-
- ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
-
- αριθμητική ολοκλήρωση
-
- μιγαδική ολοκλήρωση
-
- οικονομική ολοκλήρωση ΟΙΚΟΝ
-
- καμπύλες θηλ πλ ολοκλήρωσης
-
- σταθερά θηλ ολοκλήρωσης
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- οικονομική ολοκλήρωση ΟΙΚΟΝ
- ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
- βιομηχανική ολοκλήρωση
- αριθμητική ολοκλήρωση
- μιγαδική ολοκλήρωση