Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για πορτοφόλι στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πορτοφόλι [pɔrtɔˈfɔli] SUBST ουδ

πορτοφόλι
Portemonnaie ουδ
πορτοφόλι
Geldbörse θηλ
έχω γεμάτο πορτοφόλι μτφ
πορτοφόλι για κέρματα
πορτοφόλι για κέρματα
Geldbeutel αρσ
ηλεκτρονικό πορτοφόλι Η/Υ
E-Geldbörse θηλ
πορτοφόλι πιστωτικών καρτών

Παραδειγματικές φράσεις με πορτοφόλι

ηλεκτρονικό πορτοφόλι Η/Υ
το πορτοφόλι σου πάει
έχω γεμάτο πορτοφόλι μτφ
πορτοφόλι για κέρματα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский