Ελληνικά » Γερμανικά

εργατικότητα [ɛrɣatiˈkɔtita] SUBST θηλ

εντατικότητα [ɛndatiˈkɔtita] SUBST θηλ

δραματικότητα [ðramatiˈkɔtita] SUBST θηλ και μτφ

ελαττωματικότητα [ɛlatɔmatiˈkɔtita] SUBST θηλ

ιαματικότητα [iamatiˈkɔtita] SUBST θηλ

συμβατικότητα [siɱvatiˈkɔtita] SUBST θηλ

θεαματικότητα [θɛamatiˈkɔtita] SUBST θηλ

1. θεαματικότητα (θέαμα):

2. θεαματικότητα TV:

διορατικότητα [ðiɔratiˈkɔtita] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский