στο λεξικό PONS
I. συγκρατ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [siŋgraˈtɔ] VERB μεταβ
1. συγκρατώ (σταματώ, αναχαιτίζω):
- συγκρατώ
-
2. συγκρατώ (υποβαστάζω):
- συγκρατώ
-
3. συγκρατώ (ώστε να μη διαλυθεί κάτι):
- συγκρατώ
-
4. συγκρατώ (γέλιο, πάθη, δάκρυα):
- συγκρατώ
-
5. συγκρατώ (στη μνήμη):
- συγκρατώ
-
II. συγκρατιέμαι VERB αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.