Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για κορυρασμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κουρασμέν|ος <-η, -ο> [kurazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

κορεσμέν|ος <-η, -ο> [kɔrɛzˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (αγορά κτλ)

κολασμέν|ος <-η, -ο> [kɔlazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

εκπεφρασμέν|ος <-η, -ο> [ɛkpɛfrazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

προπερασμέν|ος <-η, -ο> [prɔpɛrazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

γερασμέν|ος <-η, -ο> [jɛrazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ξεπερασμέν|ος <-η, -ο> [ksɛpɛrazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

δοξασμέν|ος <-η, -ο> [ðɔksazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский