Ελληνικά » Γερμανικά

αστυνομεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [astinɔˈmɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

εχθρεύ|ομαι [ɛxˈθrɛvɔmɛ], εχτρεύ|ομαι [ɛxˈtrɛvɔmɛ] <-τηκα> VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. εχθρεύομαι (μισώ):

2. εχθρεύομαι (αποστρέφομαι):

καπηλεύ|ομαι [kapiˈlɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

πορ|εύομαι <-εύτηκα, -εμένος> [pɔˈrɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. πορεύομαι (βαδίζω):

2. πορεύομαι (πορίζομαι τα προς το ζην):

υδρεύ|ομαι <-τηκα> [iˈðrɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

αλαζονεύ|ομαι <-τηκα> [alazɔˈnɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

εμπιστεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [ɛmbisˈtɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

2. εμπιστεύομαι (παραδίνω, φανερώνω μυστικό):

3. εμπιστεύομαι (βασίζομαι):

I . επιτηδεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [ɛpitiˈðɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα (έχω ιδέα από κάτι)

II . επιτηδεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [ɛpitiˈðɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ (προσποιούμαι)

νυμφεύομαι αυτοπ ρήμα τυπικ
heiraten αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский