Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ταπεινώνομαι στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ταπεινώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [tapiˈnɔnɔ] VERB μεταβ

ταπεινωτικ|ός <-ή, -ό> [tapinɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ταπεινότητα [tapiˈnɔtita] SUBST θηλ

1. ταπεινότητα (ταπεινοσύνη):

2. ταπεινότητα (προστυχιά):

Niedrigkeit θηλ

αποχαλινώ|νομαι <-θηκα, -μένος> [apɔxaliˈnɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. αποχαλινώνομαι (χάνω κάθε αυτοέλεγχο):

2. αποχαλινώνομαι (διάγω έκλυτο βίο):

ταπείνωσ|η <-εις> [taˈpinɔsi] SUBST θηλ

ταπειν|ός <-ή, -ό> [tapiˈnɔs] ΕΠΊΘ

1. ταπεινός (σεμνός):

2. ταπεινός (πρόστυχος, τιποτένιος):

ταπεινοσύνη [tapinɔˈsini] SUBST θηλ

ταπεινοφροσύνη [tapinɔfrɔˈsini] SUBST θηλ

καμώ|νομαι <-θηκα> [kaˈmɔnɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

πωρώ|νομαι <-θηκα, -μένος> [pɔˈrɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

φαγώ|νομαι <-θηκα, -μένος> [faˈɣɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. φαγώνομαι (φθείρομαι):

2. φαγώνομαι οικ (μαλώνω):

γριπώ|νομαι <-θηκα, -μένος> [ɣriˈpɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

δεξιώ|νομαι <-θηκα> [ðɛksiˈɔnɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский