Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για συμφορά στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμφορά [siɱfɔˈra] SUBST θηλ

1. συμφορά (μεγάλη κακοτυχία):

συμφορά
Unheil ουδ

2. συμφορά (παιδί):

συμφορά
Plage θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский