Ελληνικά » Γερμανικά

γενναιοδωρία [jɛnɛɔðɔˈria] SUBST θηλ

γενναιόδωρ|ος <-η, -ο> [jɛnɛˈɔðɔrɔs] ΕΠΊΘ

γενναιοψυχία [jɛnɛɔpsiˈçia] SUBST θηλ

γενναιότητα [jɛnɛˈɔtita] SUBST θηλ

γενναί|ος <-α, -ο> [jɛˈnɛɔs] ΕΠΊΘ

1. γενναίος (στρατιώτης):

2. γενναίος (αμοιβή):

γενναιόφρ|ων <-ων, -ον> [jɛnɛˈɔfrɔn] ΕΠΊΘ

γεννήτορας [jɛˈnitɔras] SUBST αρσ

γεννητούρια [jɛniˈturi̯a] SUBST ουδ πλ

Geburt θηλ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский