Ελληνικά » Γερμανικά

μερίδα [mɛˈriða] SUBST θηλ

1. μερίδα (μέρος):

μερίδα
Teil αρσ

2. μερίδα (μερίδιο):

μερίδα
Anteil αρσ
εταιρική μερίδα
μερίδα κεφαλαίου
Kapitalanteil αρσ
μερίδα του λέοντος
Löwenanteil αρσ

3. μερίδα (φαγητού):

μερίδα
Portion θηλ

4. μερίδα (κόμμα):

μερίδα
Partei θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με μερίδα

εταιρική μερίδα
μερίδα κεφαλαίου
μερίδα θηλ του λέοντος
μερίδα του λέοντος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский