Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για σημειογραφία στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγγειογραφία [aɲɟiɔɣraˈfia] SUBST θηλ

1. αγγειογραφία καλλιτεχν:

Vasenmalerei θηλ

2. αγγειογραφία ΙΑΤΡ:

Angiografie θηλ

ιστοριογραφία [istɔriɔɣraˈfia] SUBST θηλ

σημειολογία [simiɔlɔˈjia] SUBST θηλ

βιογραφία [viɔɣraˈfia] SUBST θηλ

αγιογραφία [ajiɔɣraˈfia] SUBST θηλ

1. αγιογραφία (απεικόνιση αγίου):

Heiligenbild ουδ

2. αγιογραφία (τέχνη του αγιογράφου):

βιβλιογραφία [vivliɔɣraˈfia] SUBST θηλ

γελοιογραφία [jɛliɔɣraˈfia] SUBST θηλ

ελαιογραφία [ɛlɛɔɣraˈfia] SUBST θηλ

κοιλιογραφία [ciliɔɣraˈfia] SUBST θηλ

παλαιογραφία [palɛɔɣraˈfia] SUBST θηλ

τοπιογραφία [tɔpiɔɣraˈfia] SUBST θηλ

φυσιογραφία [fisiɔɣraˈfia] SUBST θηλ ΓΕΩΛ

αυτοβιογραφία [aftɔviɔɣraˈfia] SUBST θηλ

χολαγγειογραφία [xɔlaɲɟiɔɣraˈfia] SUBST θηλ

σημειολόγος [simiɔˈlɔɣɔs] SUBST mf

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский