Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για σύννεφο στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύννεφο [ˈsinɛfɔ] SUBST ουδ

2. σύννεφο μτφ (κακό προμήνυμα, σκιά):

σύννεφο
dunkle Wolke θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με σύννεφο

σύννεφο σκόνης
Staubwolke θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский