Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για εγκρίνω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγκρί|νω <-να, -θηκα, -μένος> [ɛŋˈgrinɔ] VERB μεταβ

εγκρίνω

Παραδειγματικές φράσεις με εγκρίνω

εγκρίνω επενδύσεις
εγκρίνω ένα δάνειο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский