Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αποξηρωμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποκαμωμέν|ος <-η, -ο> [apɔkamɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

απομονωμέν|ος <-η, -ο> [apɔmɔnɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (χωριό)

αποστεωμέν|ος <-η, -ο> [apɔstɛɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αποστεωμένος (αδυνατισμένος):

2. αποστεωμένος μτφ (αντιλήψεις):

απορημέν|ος <-η, -ο> [apɔriˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αποστειρωμέν|ος <-η, -ο> [apɔstirɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

2. αποστειρωμένος μτφ (απομονωμένος):

αποξηρ|αίνω <-ανα, -άνθηκα, -αμμένος> [apɔksiˈrɛnɔ] VERB μεταβ

πωρωμέν|ος <-η, -ο> [pɔrɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

επανδρωμέν|ος <-η, -ο> [ɛpanðrɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

επικυρωμέν|ος <-η, -ο> [ɛpicirɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (αντίγραφο)

I . αποτυχημέν|ος <-η, -ο> [apɔtiçiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αποτυχημένος (προσπάθεια):

2. αποτυχημένος (φωτογραφία):

3. αποτυχημένος (ζωή):

4. αποτυχημένος (άνθρωπος: που δεν τα κατάφερε):

II . αποτυχημέν|ος <-η, -ο> [apɔtiçiˈmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ (αυτός που δεν τα κατάφερε)

αποξηραντικ|ός <-ή, -ό> [apɔksirandiˈkɔs] ΕΠΊΘ

καταϊδρωμέν|ος <-η, -ο> [kataiðrɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

απονενοημέν|ος <-η, -ο> [apɔnɛnɔiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αποξήρανσ|η <-εις> [apɔˈksiransi] SUBST θηλ (λίμνης)

ερωμέν|ος (-η) [ɛrɔˈmɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Liebhaber(in) αρσ (θηλ)

ιδρωμέν|ος <-η, -ο> [iðrɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ιερωμένος [iɛrɔˈmɛnɔs] SUBST αρσ

γκαστρωμέν|ος <-η, -ο> [gastrɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ενημερωμέν|ος <-η, -ο> [ɛnimɛrɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. ενημερωμένος (για την επικαιρότητα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский