Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για εφαπτόμενος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εφαπτομένη [ɛfaptɔˈmɛni] SUBST θηλ

1. εφαπτομένη ΜΑΘ (γραμμή):

Tangente θηλ
Polartangente θηλ
Tangentensatz αρσ

2. εφαπτομένη ΜΑΘ (λόγος):

Tangens αρσ

επόμεν|ος <-η, -ο> [ɛˈpɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ιδιωτισμοί:

εναγόμενος (εναγομένη) [ɛnaˈɣɔmɛnɔs, ɛnaɣɔˈmɛni] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

συνεφαπτομενικ|ός <-ή, -ό> [sinɛfaptɔmɛniˈkɔs] ΕΠΊΘ

αναπτυσσόμεν|ος <-η, -ο> [anaptiˈsɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

εφάπτομαι [ɛˈfaptɔmɛ] VERB αμετάβ nur präs

ερχόμεν|ος <-η, -ο> [ɛrˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ενδεχόμεν|ος <-η, -ο> [ɛnðɛˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

επερχόμεν|ος <-η, -ο> [ɛpɛrˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

2. επερχόμενος (επικείμενος):

συνεφαπτομένη [sinɛfaptɔˈmɛni] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский