Ελληνικά » Γερμανικά

αδερφοποιτός [aðɛrfɔpiˈtɔs], αδελφοποιτός [aðɛlfɔpiˈtɔs] SUBST αρσ

αδιαβροχοποιημέν|ος <-η, -ο> [aðiavrɔxɔpiiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (ύφασμα, δέρμα)

αδελφοποίησ|η <-εις> [aðɛlfɔˈpiisi] SUBST θηλ

αδελφοποι|ούμαι <-είσαι, -ήθηκα, -ημένος> [aðɛlfɔpiˈɔ] VERB αυτοπ ρήμα

I . αδελφοκτόν|ος <-α, -ο> [aðɛlfɔˈktɔnɔs] ΕΠΊΘ

II . αδελφοκτόν|ος <-α, -ο> [aðɛlfɔˈktɔnɔs] SUBST αρσ/θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский