Ελληνικά » Γερμανικά

βασανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vasaˈnizɔ] VERB μεταβ

3. βασανίζω (κακοποιώ για ομολογία):

4. βασανίζω (εξετάζω λεπτομερειακά):

κριτήριο [kriˈtiriɔ] SUBST ουδ

κριτικάρ|ω <-ισα> [kritiˈkarɔ] VERB μεταβ

I . βοτανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vɔtaˈnizɔ] VERB μεταβ (ζιζάνια)

II . βοτανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vɔtaˈnizɔ] VERB αμετάβ (μαζεύω βότανα)

κοπανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kɔpaˈnizɔ], κοπαν|ώ [kɔpaˈnɔ] <-άς, -ησα> VERB μεταβ

2. κοπανίζω (σε γουδί):

3. κοπανίζω (δέρνω):

6. κοπανίζω (μεθώ):

7. κοπανίζω (φλυαρώ):

λιβανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [livaˈnizɔ] VERB μεταβ και μτφ (εγκωμιάζω)

ροκανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [rɔkaˈnizɔ] VERB μεταβ

1. ροκανίζω (ξύλο):

2. ροκανίζω (τρώω σιγά σιγά) και μτφ:

an etw δοτ nagen

3. ροκανίζω μτφ (σπαταλώ):

καμπανί|ζω <-σα> [kambaˈnizɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

τραγανί|ζω <-σα> [traɣaˈnizɔ] VERB μεταβ

φρυγανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [friɣaˈnizɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский