Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για χρωματίζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χρωματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [xrɔmaˈtizɔ] VERB μεταβ

1. χρωματίζω (βάφω):

χρωματίζω

2. χρωματίζω μτφ (ιστορία κτλ):

χρωματίζω κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με χρωματίζω

χρωματίζω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский