Ελληνικά » Γερμανικά

I . συ|μπλέκω <-νέπλεξα, -μπλέχτηκα, -μπλεγμένος> [simˈblɛkɔ] VERB μεταβ (συνδέω)

II . συμπλέκομαι VERB αυτοπ ρήμα (έρχομαι στα χέρια)

αποσυγχων|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [apɔsiŋxɔˈnɛvɔ] VERB μεταβ ΟΙΚΟΝ

αποσυνδέ|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔsinˈðɛɔ] VERB μεταβ

1. αποσυνδέω (αποχωρίζω):

2. αποσυνδέω (ηλεκτρική συσκευή):

αποσυν|θέτω <-θεσα, -τέθηκα, -θεμένος [ή -τεθειμένος] > [apɔsinˈθɛtɔ] VERB μεταβ

1. αποσυνθέτω (γενικά: διαλύω):

2. αποσυνθέτω ΧΗΜ:

3. αποσυνθέτω (μηχάνημα):

αποσυρραπτικό [apɔsiraptiˈkɔ] SUBST ουδ

αποσυμφόρησ|η <-εις> [apɔsiɱˈfɔrisi] SUBST θηλ

αποσυναρμολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apɔsinarmɔlɔˈɣɔ] VERB μεταβ

1. αποσυναρμολογώ (σκαλωσιά):

2. αποσυναρμολογώ (περίπλοκο μηχάνημα):

ανοσοσύμπλεγμα [anɔsɔˈsimblɛɣma] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский