Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για πικραίνω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πικρ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [piˈkrɛnɔ] VERB μεταβ

1. πικραίνω (κάνω πικρό):

πικραίνω

2. πικραίνω μτφ (λυπώ):

πικραίνω

II . πικρ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [piˈkrɛnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι πικρός)

πικραίνω

III . πικραίνομαι VERB αυτοπ ρήμα μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский