Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αποθανατίζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαθανατί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apaθanaˈtizɔ] VERB μεταβ

απογαλακτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɔɣalakˈtizɔ] VERB μεταβ

απομαγνητί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɔmaɣniˈtizɔ] VERB μεταβ

αποδεκατί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɔðɛkaˈtizɔ] VERB μεταβ

αποθησαυρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɔθisaˈvrizɔ] VERB μεταβ

I . αποχρωματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɔxrɔmaˈtizɔ] VERB μεταβ

1. αποχρωματίζω:

2. αποχρωματίζω μτφ (εξουδαιτερώνω κάποια κλίση):

II . αποχρωματίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

αποθεματικ|ός <-ή, -ό> [apɔθɛmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αποθεματικός (γενικά):

Reserve-
Reservekapital ουδ ενικ

2. αποθεματικός ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

Spar-

αποχαιρετ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apɔçɛrɛˈtɔ], αποχαιρετί|ζω [apɔçɛrɛˈtizɔ] <-σα, -στηκα, -σμένος> VERB μεταβ

αποθαν|ών <-ούσα, -όν> [apɔθaˈnɔn] ΕΠΊΘ

φανατί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [fanaˈtizɔ] VERB μεταβ

I . αποθαρρύν|ω <-α, -θηκα, -ημένος> [apɔθaˈrinɔ] VERB μεταβ

II . αποθαρρύνομαι VERB αυτοπ ρήμα

I . γονατί|ζω <-σα, -σμένος> [ɣɔnaˈtizɔ] VERB αμετάβ

II . γονατί|ζω <-σα, -σμένος> [ɣɔnaˈtizɔ] VERB μεταβ μτφ (καταβάλλω)

I . αδυνατί|ζω <-σα, -ισμένος> [aðinaˈtizɔ] VERB αμετάβ

1. αδυνατίζω (χάνω βάρος):

2. αδυνατίζω (χάνω δύναμη):

II . αδυνατί|ζω <-σα, -ισμένος> [aðinaˈtizɔ] VERB μεταβ (κάνω αδύναμο)

αποθηλά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɔθiˈlazɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский