Ελληνικά » Γερμανικά

πολυθρόνα [pɔliˈθrɔna] SUBST θηλ

πολυθρόνα
Sessel αρσ
πολυθρόνα παραλίας
Strandsessel αρσ
πολυθρόνα σκηνοθέτη
κουνιστή πολυθρόνα θηλ
Schaukelstuhl αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πολυθρόνα

πολυθρόνα παραλίας
πολυθρόνα σκηνοθέτη
βολεύτηκε στην πολυθρόνα
η γάτα μαγάρισε την πολυθρόνα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский