Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για συγκολλώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συγκολλ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [siŋgɔˈlɔ] VERB μεταβ

1. συγκολλώ (με κόλλα):

συγκολλώ

2. συγκολλώ (με ηλεκτροκόλληση ή οξυγονοκόλληση):

συγκολλώ

3. συγκολλώ (με καλάι):

συγκολλώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский