Ελληνικά » Γερμανικά

συναρπαστικ|ός <-ή, -ό> [sinarpastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

συναρπαστικός

συναρπαστικός ΕΠΊΘ

Καταχώριση χρήστη
συναρπαστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский