Ελληνικά » Γερμανικά

θεοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [θɛɔpiˈɔ] VERB μεταβ

μεθόριος2 [mɛˈθɔriɔs] SUBST θηλ, μεθόρια [mɛˈθɔria] SUBST ουδ πλ

Grenze θηλ ενικ

ενορία [ɛnɔˈria] SUBST θηλ

απορία [apɔˈria] SUBST θηλ

4. απορία (ανέχεια):

Not θηλ

αφορία [afɔˈria] SUBST θηλ

διορία [ðiɔˈria] SUBST θηλ

εφορία [ɛfɔˈria] SUBST θηλ

1. εφορία (επίβλεψη):

Überwachung θηλ

2. εφορία (υπηρεσία):

Finanzamt ουδ

σπόρια [ˈspɔri̯a] SUBST ουδ πλ

1. σπόρια (κολοκυθόσποροι):

Kürbiskerne αρσ πλ

2. σπόρια (ηλιόσποροι):

Sonnenblumenkerne αρσ πλ

θεία2 [ˈθia] SUBST ουδ πλ

das Göttliche ουδ ενικ

θωριά [θɔˈri̯a] SUBST θηλ

1. θωριά (εμφάνιση):

Aussehen ουδ

2. θωριά (χρώμα προσώπου):

Gesichtsfarbe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский