Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για προικίζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προικί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [priˈcizɔ] VERB μεταβ

1. προικίζω:

προικίζω κάποιον

2. προικίζω μτφ:

προικίζω με

Παραδειγματικές φράσεις με προικίζω

προικίζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский