Ελληνικά » Γερμανικά

ενοικιαστής (ενοικιάστρια) [ɛnicasˈtis, ɛniˈcastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ενοικίασ|η <-εις> [ɛniˈciasi] SUBST θηλ

1. ενοικίαση (μίσθωση):

Mietung θηλ
Mieten ουδ

υπενοικιαστής (υπενοικιάστρια) [ipɛnicasˈtis, ipɛniˈcastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ενοικιαστήριο [ɛnicasˈtiriɔ] SUBST ουδ

1. ενοικιαστήριο (συμφωνητικό):

Mietvertrag αρσ

2. ενοικιαστήριο (αγγελία):

Mietangebot ουδ

δικαστής [ðikasˈtis] SUBST mf, δικαστίνα [ðikasˈtina] SUBST θηλ

εκβιαστής (εκβιάστρια) [ɛkviasˈtis, ɛkviˈastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ιατροδικαστής [jatrɔðikasˈtis] SUBST mf

ενοικιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛniˈcazɔ] VERB μεταβ

1. ενοικιάζω (μισθώνω):

αρχιδικαστής [arçiðikasˈtis] SUBST mf (στη Μεγάλη Βρετανία και στις Η.Π.Α)

σαρκαστής (σαρκάστρια) [sarkasˈtis, sarˈkastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εξεταστής (εξετάστρια) [ɛksɛtasˈtis, ɛksɛˈtastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αγοραστής (αγοράστρια) [aɣɔrasˈtis, aɣɔˈrastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский