Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για έξαλλος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έξαλλ|ος <-η, -ο> [ˈɛksalɔs] ΕΠΊΘ

1. έξαλλος (χειροκροτήματα):

έξαλλος

2. έξαλλος (ενθουσιασμός, χαρά):

έξαλλος

3. έξαλλος (εκτός εαυτού):

έξαλλος
έξαλλος από χαρά
γίνομαι έξαλλος

Παραδειγματικές φράσεις με έξαλλος

γίνομαι έξαλλος
έξαλλος από χαρά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский