Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ξαφρίζω , αφρίζω , χαρίζω , ξυρίζω , αερίζω και πικρίζω

πικρί|ζω <-σα, -σμένος> [piˈkrizɔ] VERB αμετάβ

1. πικρίζω (έχω πικρή γεύση):

2. πικρίζω (αποχτώ πικρή γεύση):

αερί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [aɛˈrizɔ] VERB μεταβ

1. αερίζω (δωμάτιο):

2. αερίζω (εκθέτω στον αέρα):

ξυρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksiˈrizɔ] VERB μεταβ

II . χαρίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

αφρί|ζω <-σα, -σμένος> [aˈfrizɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский