Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για εκπλητικός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκπληκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛkpliktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εκπληκτικός (που εκπλήττει):

2. εκπληκτικός (καταπληκτικός):

ενοχλητικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɔxlitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ενοχλητικός (που εμποδίζει, που διαταράσσει):

2. ενοχλητικός (δυσάρεστος: ερωτήσεις):

3. ενοχλητικός (άνθρωπος: φορτικός και ανεπιθύμητος):

4. ενοχλητικός (άνθρωπος: που μόνο ενοχλεί, ανεπιθύμητος):

αλήτικ|ος <-η, -ο> [aˈlitikɔs] ΕΠΊΘ

αθλητικ|ός <-ή, -ό> [aθlitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. αθλητικός (σώμα):

βουλητικ|ός <-ή, -ό> [vulitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. βουλητικός (σχετικός με τη βούληση):

Willens-
Willenskraft θηλ
Willensakt αρσ

2. βουλητικός (άνθρωπος):

κολλητικ|ός <-ή, -ό> [kɔlitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. κολλητικός (για κόλλημα):

klebend, Klebe-

2. κολλητικός (αρρώστια):

ομιλητικ|ός <-ή, -ό> [ɔmilitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εκπολιτιστικ|ός <-ή, -ό> [ɛkpɔlitistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εκπολιτιστικός (που εκπολιτίζει: επίδραση, δράση):

2. εκπολιτιστικός (πολιτιστικός):

kulturell, Kultur-

I . εκπαιδευτικ|ός <-ή, -ό> [ɛkpɛðɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εκπαιδευτικός (σχετικός με την παιδεία):

Bildungs-
Bildungswesen ουδ

2. εκπαιδευτικός (σχετικός με το μάθημα):

Lehr-
Lehrkräfte θηλ πλ
Lehrmaterial ουδ

II . εκπαιδευτικ|ός <-ή, -ό> [ɛkpɛðɛftiˈkɔs] SUBST αρσ/θηλ

ε|κπλήσσω [ɛkˈplisɔ], ε|κπλήττω [ɛkˈplitɔ] <-ξέπληξα> VERB μεταβ

εκπληρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛkpliˈrɔnɔ] VERB μεταβ (καθήκοντα, επιθυμίες, όρους)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский