Ελληνικά » Γερμανικά

προβατίλα [prɔvaˈtila] SUBST θηλ

προ|βαίνω <-έβηκα [ή -έβην] > [prɔˈvɛnɔ] VERB αμετάβ

προβατίσι|ος <-α, -ο> [prɔvaˈtisçɔs] ΕΠΊΘ

προβλήτα [prɔˈvlita] SUBST θηλ

προβατοτροφία [prɔvatɔtrɔˈfia] SUBST θηλ

προβληματικ|ός <-ή, -ό> [prɔvlimatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. προβληματικός (που ενέχει προβλήματα):

Problemkind ουδ

2. προβληματικός (αμφίβολος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский