Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σακάκι , σαρίκι , σαράκι , σακκίδιο , σακί , λακκάκι και σακίδιο

σακάκι [saˈkaci] SUBST ουδ

σαράκι [saˈraci] SUBST ουδ

1. σαράκι (σκουλήκι):

Holzwurm αρσ

2. σαράκι (θλίψη):

Kummer αρσ

σαρίκι [saˈrici] SUBST ουδ

σακί [saˈci] SUBST ουδ

Sack αρσ

σακίδιο [saˈciðiɔ] SUBST ουδ

λακκάκι [laˈkaci] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский