Ελληνικά » Γερμανικά

ίσιωμα [ˈisçɔma], ίσωμα [ˈisɔma] SUBST ουδ (έκταση)

χίασμα [ˈçiazma] SUBST ουδ

χίασμα ΒΙΟΛ, ΑΝΑΤ
Chiasma ουδ

μίασμα [ˈmiazma] SUBST ουδ και μτφ

αγίασμα [aˈjiazma] SUBST ουδ

έλασμα [ˈɛlazma] SUBST ουδ

1. έλασμα (πλάκα):

Metallplatte θηλ

2. έλασμα (λαμαρίνα):

Blech ουδ

κόασμα [ˈkɔazma] SUBST ουδ

ύφασμα [ˈifazma] SUBST ουδ

άργασμα [ˈarɣazma] SUBST ουδ

βέλασμα [ˈvɛlazma] SUBST ουδ

1. βέλασμα (προβάτου):

Blöken ουδ

2. βέλασμα (κατσίκας):

Meckern ουδ

γέλασμα [ˈjɛlazma] SUBST ουδ

1. γέλασμα (γέλιο):

Lachen ουδ

2. γέλασμα (ξεγέλασμα):

Betrug αρσ

κέρασμα [ˈcɛrazma] SUBST ουδ

1. κέρασμα (προσφορά):

Anbieten ουδ

2. κέρασμα (γύρος ποτών):

Runde θηλ

ξέρασμα [ˈksɛrazma] SUBST ουδ

πέρασμα [ˈpɛrazma] SUBST ουδ

1. πέρασμα (μέρος και πράξη: για πεζούς, με τα πόδια):

Durchgang αρσ
Drakestraße θηλ

2. πέρασμα (για όχημα, με όχημα):

Durchfahrt θηλ

3. πέρασμα (διάσχιση):

Überquerung θηλ

χάλασμα [ˈxalazma] SUBST ουδ

1. χάλασμα (καταστροφή):

Zerstörung θηλ

ιδιωτισμοί:

die Trümmer πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский