Ελληνικά » Γερμανικά

επιλ|αμβάνομαι <-ήφθηκα> [ɛpilaɱˈvanɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

συμπερι|λαμβάνω <-έλαβα, -λήφτηκα> [simbɛrilaɱˈvanɔ] VERB μεταβ

αντιλ|αμβάνομαι <-ήφθηκα> [andilaɱˈvanɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. αντιλαμβάνομαι (ήχο, φως):

2. αντιλαμβάνομαι (παίρνω είδηση: εκείνο που συμβαίνει):

4. αντιλαμβάνομαι (καταλαβαίνω, κατανοώ):

περιεχόμενο [pɛriɛˈxɔmɛnɔ] SUBST ουδ

επιφαινόμενο [ɛpifɛˈnɔmɛnɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский