στο λεξικό PONS
λαβίδα [laˈviða] SUBST θηλ
1. λαβίδα (μεγάλη):
- λαβίδα και μτφ
- Zange θηλ
- μεταλλική λαβίδα
- Metallzange θηλ
- πλαστική λαβίδα
- Kunststoffzange θηλ
- πλαστική λαβίδα
- Plastikzange θηλ
- μαιευτική λαβίδα
- Geburtszange θηλ
- χειρουργική λαβίδα
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- χειρουργική λαβίδα
- λαβίδα ακριβείας
- μεταλλική λαβίδα
- Metallzange θηλ
- πλαστική λαβίδα
- Kunststoffzange θηλ
- μαιευτική λαβίδα
- Geburtszange θηλ