Ελληνικά » Γερμανικά

κυμ|αίνομαι <-άνθηκα> [ciˈmɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

σιχ|αίνομαι <-άθηκα, -αμένος> [siˈçɛnɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. σιχαίνομαι (νιώθω αποστροφή):

καλοφ|αίνομαι <-άνηκα> [kalɔˈfɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. καλοφαίνομαι (φαίνομαι καλά):

κοιλ|αίνω <-ανα, -άνθηκα> [ciˈlɛnɔ] VERB μεταβ

μαίνομαι [ˈmɛnɔmɛ] VERB αμετάβ ohne Aoriststamm

φ|αίνομαι <-άνηκα> [ˈfɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

5. φαίνομαι (αποδείχνομαι, αφήνω κάποια εντύπωση):

λυμ|αίνομαι <-άνθηκα> [liˈmɛnɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

αρτ|αίνομαι <-ύθηκα, -υμένος> [arˈtɛnɔmɛ]

1. αρταίνομαι (σε περίοδο νηστείας):

2. αρταίνομαι μτφ (για σύζυγος):

αποφ|αίνομαι <-άνθηκα> [apɔˈfɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

αναφ|αίνομαι <-άνηκα> [anaˈfɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. αναφαίνομαι (ελπίδα):

2. αναφαίνομαι (δυσκολίες):

οσφρ|αίνομαι <-άνθηκα> [ɔsˈfrɛnɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. οσφραίνομαι (μυρίζω):

2. οσφραίνομαι (για ζώα: μυρίζω από μακριά):

3. οσφραίνομαι (σκύλος: ψαχουλεύοντας με τη μύτη):

4. οσφραίνομαι μτφ (προαισθάνομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский