Ελληνικά » Γερμανικά

I . κατ|αλύω <-έλυσα [ή -άλυσα], -αλύθηκα, -αλυμένος> [kataˈliɔ] VERB μεταβ

1. καταλύω (διαλύω):

2. καταλύω (καταργώ):

3. καταλύω ΧΗΜ:

II . κατ|αλύω <-έλυσα [ή -άλυσα], -αλύθηκα, -αλυμένος> [kataˈliɔ] VERB αμετάβ (βρίσκω κατάλυμα)

κατακτ|ώ [katakˈtɔ], καταχτ|ώ [kataxˈtɔ] <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> VERB μεταβ

καταργ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [katarˈɣɔ] VERB μεταβ

καταγής [kataˈjis] ΕΠΊΡΡ

1. καταγής (δηλώνοντας τόπο):

2. καταγής (δηλώνοντας κίνηση):

κατανο|ώ <-είς, -ησα> [katanɔˈɔ] VERB μεταβ

II . καταντ|ώ <-άς, -ησα, -ημένος> [katanˈdɔ] VERB μεταβ

κατάσχ|ω <-εσα, -έθηκα, -εμένος> [kaˈtasxɔ] VERB μεταβ

κατέχω [kaˈtɛxɔ] VERB μεταβ ohne Aoriststamm

1. κατέχω (έχω: περιουσία, γνώσεις, ικανότητες):

2. κατέχω (ορισμένη θέση):

3. κατέχω (ξένη χώρα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский