Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αποσυνδέω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποσυνδέ|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔsinˈðɛɔ] VERB μεταβ

1. αποσυνδέω (αποχωρίζω):

αποσυνδέω

2. αποσυνδέω (ηλεκτρική συσκευή):

αποσυνδέω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский