Ελληνικά » Γερμανικά

καρπός [karˈpɔs] SUBST αρσ

2. καρπός (χεριού):

καρπός
Handwurzel θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με καρπός

καρπός αρσ αρκεύθου
σύνθετος καρπός
ο καρπός της αγάπης τους

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский