Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για κρυμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασκούμεν|ος (-η) [asˈkumɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Praktikant(in) αρσ (θηλ)

καθούμεν|ος <-η, -ο> [kaˈθumɛnɔs] ΕΠΊΘ

χαρούμεν|ος <-η, -ο> [xaˈrumɛnɔs] ΕΠΊΘ

ηγούμενος [iˈɣumɛnɔs] SUBST αρσ

αιωρούμεν|ος <-η, -ο> [ɛɔˈrumɛnɔs] ΕΠΊΘ

II . ερωτευμέν|ος <-η, -ο> [ɛrɔtɛvˈmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ

θεωρούμεν|ος <-η, -ο> [θɛɔˈrumɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. θεωρούμενος (γενικά):

2. θεωρούμενος (ένοχος, δολοφόνος):

στεκάμεν|ος [stɛˈkamɛnɔs], στεκούμεν|ος [stɛˈkumɛnɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

κρυοπαγημέν|ος <-η, -ο> [kriɔpajiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ξεπλυμέν|ος <-η, -ο> [ksɛpliˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (χρώμα)

διφορούμεν|ος <-η, -ο> [ðifɔˈrumɛnɔs] ΕΠΊΘ (απάντηση)

κακοντυμέν|ος <-η, -ο> [kakɔdiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

προηγούμεν|ος <-η, -ο> [prɔiˈɣumɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский