Ελληνικά » Γερμανικά

γκρεμός [grɛˈmɔs], γκρεμνός [grɛmˈnɔs] SUBST αρσ

δημοσιονομικός γκρεμός αρσ ΟΙΚΟΝ
Fiskalklippe θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με γκρεμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский