Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για βρασμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γερασμέν|ος <-η, -ο> [jɛrazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

σπασμέν|ος <-η, -ο> [spazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. σπασμένος (πιάτο, ξύλο κτλ):

2. σπασμένος (κόκκαλο, γερμανικά κτλ):

πιασμέν|ος <-η, -ο> [pçazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. πιασμένος (άκαμπτος):

2. πιασμένος (θέση) ΤΗΛ:

3. πιασμένος (δωμάτιο):

4. πιασμένος (τραπέζι σε εστιατόριο):

φτασμένος [ftazˈmɛnɔs] SUBST αρσ

μπασμέν|ος <-η, -ο> [bazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (σε μυστικό)

πλασμέν|ος <-η, -ο> [plazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

βραστερ|ός <-ή, -ό> [vrastɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

κουρασμέν|ος <-η, -ο> [kurazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

I . βραβευμέν|ος <-η, -ο> [vravɛvˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

II . βραβευμέν|ος [vravɛvˈmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский