Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: κορμί , άρμη , ορμή , θέρμη , φορμάτ , ορμόνη , κορμός , εφορμώ , εξορμώ και αφορμή

θέρμη [ˈθɛrmi] SUBST θηλ

1. θέρμη (πυρετός):

Fieber ουδ

2. θέρμη (ζήλος):

Eifer αρσ

3. θέρμη (ενθουσιασμός):

Begeisterung θηλ

ορμή [ɔrˈmi] SUBST θηλ

1. ορμή (φόρα):

Schwung αρσ

3. ορμή (σφοδρότητα, βιαιότητα):

Heftigkeit θηλ

4. ορμή (έμφυτη ροπή):

Trieb αρσ
Sexualtrieb αρσ

5. ορμή ΦΥΣ:

Impuls αρσ

άρμη [ˈarmi], άλμη [ˈalmi] SUBST θηλ

1. άρμη (αλατόνερο):

Salzwasser ουδ

2. άρμη ΜΑΓΕΙΡ:

Lake θηλ

κορμί [kɔrˈmi] SUBST ουδ

εξορμ|ώ <-άς, -ησα> [ɛksɔrˈmɔ] VERB αμετάβ

εφορμ|ώ <-άς, -ησα> [ɛfɔrˈmɔ] VERB αμετάβ

κορμός [kɔrˈmɔs] SUBST αρσ

1. κορμός (δέντρου):

Stamm αρσ

2. κορμός (ανθρώπου, πλοίου):

Rumpf αρσ

3. κορμός (κίονα):

Säulenschaft αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский