Ελληνικά » Γερμανικά

δέχ|ομαι <-τηκα> [ˈðɛxɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. δέχομαι (προσφορά, πρόσκληση):

δέχομαι

2. δέχομαι (δέμα, δώρο):

δέχομαι

3. δέχομαι (παραδέχομαι, ομολογώ):

δέχομαι

4. δέχομαι (μένω σύμφωνος):

δέχομαι κάτι

5. δέχομαι (αναγνωρίζω):

δέχομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский