Ελληνικά » Γερμανικά

αθάνατ|ος <-η, -ο> [aˈθanatɔs] ΕΠΊΘ

αδύνατ|ος <-η, -ο> [aˈðinatɔs] ΕΠΊΘ

1. αδύνατος (πολύ λεπτός):

2. αδύνατος (χωρίς δύναμη):

schwacher Punkt αρσ

ριγανάτ|ος <-η, -ο> [riɣaˈnatɔs] ΕΠΊΘ

άθαφτ|ος <-η, -ο> [ˈaθaftɔs] ΕΠΊΘ

ανάκατ|ος <-η, -ο> [aˈnakatɔs] ΕΠΊΘ

1. ανάκατος (ανάμικτος):

2. ανάκατος (μπερδεμένος: ιδέες, μαλλιά):

ανάλατ|ος <-η, -ο> [aˈnalatɔs] ΕΠΊΘ

1. ανάλατος (χωρίς αλάτι):

2. ανάλατος μτφ:

ανάστατ|ος <-η, -ο> [aˈnastatɔs] ΕΠΊΘ

1. ανάστατος (πολύ ακατάστατος):

2. ανάστατος (άτομο: ταραγμένος):

3. ανάστατος (πλήθος: ταραγμένο):

αθανασία [aθanaˈsia] SUBST θηλ

αθανατοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [aθanatɔpiˈɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский