Ελληνικά » Γερμανικά

άφθαρτ|ος <-η, -ο> [ˈafθartɔs] ΕΠΊΘ

1. άφθαρτος (ακατάλυτος, που δεν καταστρέφεται):

2. άφθαρτος μτφ (φήμη):

3. άφθαρτος (ρούχο: που δε φθάρθηκε):

φόρτος [ˈfɔrtɔs] SUBST αρσ

1. φόρτος (φορτίο):

Ladung θηλ
καμπύλη θηλ φόρτου ΗΛΕΚ

2. φόρτος μτφ (βάρος):

Last θηλ

άθαφτ|ος <-η, -ο> [ˈaθaftɔs] ΕΠΊΘ

άρτος [ˈartɔs] SUBST αρσ

2. άρτος ΘΡΗΣΚ (της μετάληψης):

Hostie θηλ
Heilige Hostie θηλ

σκάρτ|ος <-η, -ο> [ˈskartɔs] ΕΠΊΘ

1. σκάρτος (ελαττωματικός):

2. σκάρτος (άχρηστος):

3. σκάρτος (άνθρωπος):

σπαρτ|ός <-ή, -ό> [sparˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. σπαρτός (σπαρμένος):

2. σπαρτός (σκορπισμένος):

φθόνος [ˈfθɔnɔs] SUBST αρσ

φθόγγος [ˈfθɔŋgɔs] SUBST αρσ

άραφτ|ος <-η, -ο> [ˈaraftɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский